Ρώμος

Ρώμος
ή Ρέμος. Δίδυμος αδελφός του Ρωμύλου. Κατά την κτίση της Ρώμης, τα δυο αδέλφια μάλωσαν και ο Ρωμύλος σκότωσε το Ρ. >Ρωμύλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ρώμος — ο ή Ρέμος, ο ένας από τους ιδρυτές της αρχαίας Ρώμης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φιλύρας, Ρώμος — (ψευδώνυμο του Γιάννη Οικονομόπουλου, Δερβένι Κορινθίας 1888 – Αθήνα 1942). Ποιητής. Εγκαταστάθηκε νωρίς στην Αθήνα, όπου σπούδασε νομικά. Εργαζόταν ως συντάκτης σε εφημερίδες της πρωτεύουσας, ενώ παράλληλα δημοσίευσε στα περιοδικά ποιήματά του,… …   Dictionary of Greek

  • Romvs — ROMVS, i, Gr. Ρῶμος, ου, des Ulysses und der Circe Sohn. Steph. Byz. in Ἄντεια. Von ihm soll, nach einigen, die Stadt Rom den Namen bekommen haben. De Pinedo ad eumd. l. c …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • Ασκάνιος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ηγεμόνας των Φρυγών, που βοήθησαν τους Τρώες. 2. Ηγεμόνας των Μυσών, σύμμαχος των Τρώων. 3. Γιος του Αινεία και της Κρέουσας, που έφυγε με τον πατέρα του από την Τροία, όπου αργότερα γύρισε, σύμφωνα με μια εκδοχή,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”